aggathia portal
 
Picture
  • «Ισως θα έπρεπε να σβηστεί η φράση “καλός άνθρωπος” από τα λεξικά και να αντικατασταθεί µε το ονοµατεπώνυµο “Θανάσης Βέγγος”», µας λέει ο Γιάννης Σολδάτος, συγγραφέας του βιβλίου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» (και σκηνοθέτης του οµώνυµου ντοκιµαντέρ). «Με τον θάνατο του Θανάση σβήνει ένας µύθος. Και η συγκυρία δεν θα µπορούσε να είναι χειρότερη. Τον περιµέναµε βέβαια τον θάνατο του Θανάση, όπως κάποιοι περιµένουν και τον θάνατο της χώρας...».

    Ακούγοντας τα λόγια του,αµέσως θυµάται κανείς τη µικρή του εµφάνιση στο «Βλέµµα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. «Η Ελλάδα πεθαίνει», λέει στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, «πεθαίνουµε σαν λαός, κάναµε τον κύκλο µας. ∆εν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάµεσα σε σπασµένες πέτρες και αγάλµατα. Πεθαίνουµε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατίη αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο...».

    Η αγωνία µας για τηζωή του κρατούσε πολλούς µήνες τώρα, όταν πρωτοακούστηκαν τα σοβαρά προβλήµατα της υγείας του.Τα κανάλια, από την άλλη, δεν µας βοµβάρδισαν µε καθηµερινέςανταποκρίσεις από τον Ερυθρό.Κι εµείς δεν το απαιτήσαµε: δεν το κουβεντιάζαµε καν µεταξύ µας. Συντηρούσαµε έτσι την ελπίδα ότι, δεν µπορεί, θα αναρρώσει. Και οι δυο έσβησαν µαζί, χθες το πρωί.

    Ο Θανάσης γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1926 µε γονείς την Ευδοκία και τον Βασίλη. Ηταν µοναχοπαίδι και, όπως συνήθως συµβαίνει, οι δικοί του τον περιέβαλαν µε την αγάπη τους. Ο Βασίλης Βέγγος δούλευε στην Εταιρεία Ηλεκτρισµού του Φαλήρου. Σύµφωνα µε µαρτυρίες, ήταν αυτός που την έσωσε από βέβαιη καταστροφή όταν οι Γερµανοί αποφάσισαν να τηνανατινάξουν και, ευτυχώς, το ελληνικό κράτος τον αντάµειψε δεόντως:τον απέλυσε λόγω πολιτικών φρονηµάτων. Τότε, ο Θανασάκης θα βγει στη γύρα, κυνηγώντας ένα γρήγορο µεροκάµατο, πρώτα σε βυρσοδεψεία καιµετά όπου µπορούσε. Οπως και ο πατέρας του όµως, έτσι και ο ίδιος θα κυνηγηθεί, για να«βρεθεί» εξόριστος στη Μακρόνησο κάποια χρόνια αργότερα.

    «Τον αγάπησα από την πρώτη στιγµή που τον είδα, κουρελή φαντάρο στο Μακρονήσι, και τον αγαπάω ακόµη και τώρα, σεµνά καθισµένο στη δόξα που δίκαια κατέκτησε», θα πει γι’ αυτόν, πολύ αργότερα, ο Νίκος Κούνδουρος: ο Βέγγος θα κάνει την πρώτη του κινηµατογραφική εµφάνιση στη «Μαγική πόλη», ντεµπούτο του σκηνοθέτη, παραγωγής 1955: πωλητής λεµονιών στη λαχαναγορά. Με το όνοµα «Θανάσης». Θα µπορούσε κάποιος να πει πως παίζει τον εαυτό του από την πρώτη κιόλας ταινία του, όπως αναφέρει ο Γιάννης Σολδάτος στο βιβλίο του, απ’ όπου και το παρακάτω απόσπασµα:

    «Στα ασφυκτικά πλαίσιατης φαρσοκωµωδίας, µα κι έξω από όλα αυτά, σαν δαιµονική φιγούρα που διασχίζει ασταµάτητα το κινηµατογραφικό κάδρο, ο Θανάσης Βέγγος σήκωσε στην πλάτη το µαρτύριο του θεατή του. Επαιξαν µαζί τον ρόλο του θύµατος. Και το αποτέλεσµα; Η εξοικείωση µε τη συµφορά, που για µία ακόµη φορά καραγκιοζοποιήθηκε κι από παράγοντας δεινών έγινε παράγοντας γέλιου. Ο Βέγγος, παίζοντας τον ρόλο του στη σύγχρονη τραγωδία, έγινε ο κλόουν της Ιστορίας µας ο πιο αγαπητός, που σκορπίζει το γέλιο στα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, µήπως και καταφέρουν να επιβιώσουνέστω και λαθραία, έστω και στον ύπνο τους, µέσα στ’ όνειρο, στην οθόνη του κινηµατογράφου».

    Σήκωσε στην πλάτη το µαρτύριο του θεατή του, γράφει ο Γ. Σολδάτος. Επαιξαν µαζί τον ρόλο του θύµατος
    Σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Τζέρι Λιούις και τον Λουί ντε Φινές

    ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕΣ στη µεγάλη – και µετέπειτα στη µικρή – οθόνη δεν διέφερε στο παραµικρό από αυτό που εισέπραττες από τον ίδιο.

    Να λοιπόν που, µε τον Θανάση µας, ακόµη και το θέαµα το ίδιο δεν µπορούσε να µας παραµυθιάσει. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι ο Βέγγος απλώς µετέφερε την «αδούλευτη» περσόνα του στο πανί. Ο ήρωας Θανάσης δεν έχει προηγούµενο ούτε «επόµενο» στο ελληνικό σινεµά και αν κάποιος βαλθεί να αναζητήσει µια κάποια αναλογία του στο παγκόσµιο φιλµικό τερέν, θα οδηγηθεί σε µερικές σπανιότατες περιπτώσεις: του Λουί Ντε Φινές, του Ζακ Τατί, του Χάρολντ Λόιντ, του Τζέρι Λιούις, του Τσάρλι Τσάπλιν. Των ηρώων δηλαδή που τρέχουν, αγωνιούν, ιδροκοπούν, µε µόνο τους καηµό την ένταξή τους. Των ηρώων που ακόµη και ο περιβάλλων χώρος τούς αποβάλλει. Τοίχοι, καρέκλες, αυτοκίνητα, καράβια, σπίτια, κοινωνίες, πατρίδες, όλα τούς διώχνουν και αυτοί κάνουν µεταβολή µόνο και µόνο για να πάρουν µεγαλύτερη φόρα και προσκρούουν ξανά.

    Από τη µικρήτου εµφάνιση στον «∆ράκο», την εξασφάλιση της άδειας άσκησης επαγγέλµατος – που πήρε το 1959 δίχως να έχει αποφοιτήσει από καµιά σχολή, ως εξαιρετικό ταλέντο – µέχρι τις απανωτές σφαλιάρες του «Ηλία του 16ου» και τις ξέφρενες φάρσες των αρχών της δεκαετίας του ‘60, ο Θανάσης Βέγγος θα βρεθεί πίσω από την κάµερα το 1967. Κι εκεί, η κωµική φιγούρα του θα απογειωθεί.



Leave a Reply.


powered by aggathia team